περισκιάζομαι

περισκιάζομαι
Α
1. σκιάζομαι από παντού, καλύπτομαι με σκιά ολόγυρα
2. (για τη Σελήνη) επισκιάζομαι, σκοτεινιάζω («σελήνης περισκιαζομένης», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισκιαζόμενον — περισκιάζομαι to be overshadowed pres part mp masc acc sg περισκιάζομαι to be overshadowed pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκιαζομένη — περισκιάζομαι to be overshadowed pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκιαζομένης — περισκιάζομαι to be overshadowed pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκιαζομένου — περισκιάζομαι to be overshadowed pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκιάζεσθαι — περισκιάζομαι to be overshadowed pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκιος — α, ο / περίσκιος, ον, ΝΑ αυτός που σκιάζεται, που ρίχνει τη σκιά του γύρω γύρω, που περιβάλλεται από σκιά αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ περίσκιοι οι κάτοικοι τών πολικών χωρών, επειδή η σκιά τους διαγράφει πλήρη κύκλο κατά το διάστημα τής… …   Dictionary of Greek

  • περισκιασμός — ὁ, Α [περισκιάζομαι] (για τη Σελήνη) επισκότιση, επισκίαση, αμαύρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”